- Ἐρεχθέως
- ἘρεχθεύςTemple of Erechtheusnom sg (epic ionic)Ἐρεχθέω̆ς , ἘρεχθεύςTemple of Erechtheusmasc gen sg (epic)ἘρεχθεύςTemple of Erechtheusmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Cecrópidas — Saltar a navegación, búsqueda Cécrope I, de quien se tomó el nombre de Cecrópidas. Los Cecrópidas fueron una dinastía o linaje de legendarios reyes fundadores de la primitiva Atenas micénica compuesta por Cécrope, Erecteo, Erictronio … Wikipedia Español
BOEDROMIA — nomen habent ἀπὸ τȏυ Βοηδρομεῖν, quod, testibus Hesychiô et Suidâ, est μετὰ ςπουδῆς παραγίνεςθαι, aut potius, sublatô clamore, ut in pugna fieri solet, succurrere. Festi causam Atheniensibus dedit Ion, qui illis auxilio venit, cum ab Eumolpo… … Hofmann J. Lexicon universale
Ερεχθεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αθήνας, διάδοχος του Κέκροπα, γιος του Ηφαίστου και της Γης. Είχε ανατραφεί στην Αθήνα και θεωρείτο ιδρυτής των Ελευσίνιων Μυστηρίων, της γιορτής των Παναθηναίων και εφευρέτης του τέθριππου άρματος. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
πρωτογένεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, η πρώτη γυναίκα στον κόσμο ύστερα από την εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους από τον κατακλυσμό. Κατά την παράδοση, την απήγαγε ο Ζευς στο Μαίναλο της Αρκαδίας, και από την ένωσή της … Dictionary of Greek
σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ … Dictionary of Greek
τίμιος — α, ο / τίμιος, ία, ον, ΝΜΑ θηλ. και ος, Α [τιμή] (για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός 2. αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
φάλαρος — α, ον, και φαλαρός, ά, όν, και ιων. τ. φάληρος, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος α) όνομα κριού β) μυθ. γιος τού Άλκωνος και εγγονός τού… … Dictionary of Greek